Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και η Επιβολή Πειθαρχικών Μέτρων από Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης

Τα δικαιώματα των παιδιών και των οικογενειών τους, είναι μία κατηγορία που βρίσκεται στον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς τους προστασίας. Αναφορές σε αυτή τη κατηγορία ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκουμε πρωτίστως στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ) ιδίως σε σχέση με το δικαίωμα στην εκπαίδευση (άρθρο 26) το οποίο παρέχεται κατά κύριο σε παιδιά. Με τη σειρά τους, τα δύο δίδυμα σύμφωνα – το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΣΑΠΔ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά/Μορφωτικά Δικαιώματα (ΣΟΚΠΔ) – κτίζουν πάνω στην Οικουμενική Διακήρυξη, επεκτείνοντας το επίπεδο προστασίας που παρέχεται από αυτή τη κατηγορία ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εν συντομία, σε σχέση με το ΣΑΠΔ αξίζει να αναφερθούν τα άρθρα 18(4), 23(4) και 24, ενώ σε σχέση με το ΣΟΚΠΔ τα άρθρα 10, 12(2)(α) και 12(3).

Η κορωνίδα, όμως, της διεθνούς προστασίας αυτής της κατηγορίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται στη Διεθνής Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία έχει ενσωματωθεί στην Κυπριακή έννομη τάξη με τον περί Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικός) Νόμο του 1990 ν.243/1990. Με την κύρωση της σύμβασης αυτής, το παιδί (δηλαδή άτομο κάτω των 18 ετών) καθίσταται φορέας μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων (ανθρωπίνων) δικαιωμάτων τα οποία πρέπει να τυγχάνουν αποτελεσματικής προστασίας και όχι μόνο αναγνώρισης.

Το Δικαίωμα στην Εκπαίδευση & τα Δικαιώματα του Παιδιού

Σύμφωνα με το άρθρο 26(1) της ΟΔΔΑ:

‘1.Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται δωρεάν τουλάχιστον στη στοιχειώδη και βασική βαθμίδα της. Η στοιχειώδης εκπαίδευση πρέπει να είναι υποχρεωτική.’

Ως εκ τούτου, το Κράτος έχει υποχρέωση όπως παρέχει δωρεάν (στοιχειώδη/βασική) εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά, ενώ παράλληλα έχει υποχρέωση να σεβαστεί όλα τα υπόλοιπα (και πιο εξειδικευμένα) δικαιώματα των παιδιών, και των οικογενειών τους, (όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από μετέπειτα σύμφωνα – ανωτέρω) κατά την πορεία παροχής δωρεάν εκπαίδευσης. Για το λόγο αυτό, έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οι περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 60/2017), οι οποία θέτουν κανόνες για το πώς θα πρέπει τα παιδιά να μεταχειρίζονται κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Μέσα στους κανονισμούς αυτούς, βλέπουμε να αναγνωρίζονται τα δικαιώματα του παιδιού, των οποίων ο απόηχος μπορεί να ακουστεί σε κανονισμούς όπως τον Κανονισμό 3, ο οποίος αναφέρει ότι:

‘3.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ή/και δημόσια αρχή εμπλέκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην ερμηνεία και εφαρμογή των παρόντων Κανονισμών έχει υποχρέωση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτό αναφέρεται σε συγκεκριμένο άρθρο ή μη, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις διατάξεις του-

(α) χωρίς καμία διάκριση στη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του παιδιού ή των γονέων ή κηδεμόνων του ή την υπηκοότητα, εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσιακή κατάσταση, την ανικανότητα, τη γέννηση, το σεξουαλικό προσανατολισμό ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση,

(β) με σεβασμό στο εγγενές δικαίωμα του παιδιού στη ζωή, την επιβίωση και την ανάπτυξη,

(γ) με σεβασμό στην αξιοπρέπεια και την προσωπική αξία του παιδιού και με αμεροληψία, με ιδιαίτερη προσοχή στην προσωπική του κατάσταση, στην ευημερία και στις ιδιαίτερες ανάγκες του, και με πλήρη σεβασμό στη σωματική και ψυχολογική του ακεραιότητά,

(δ) λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού, κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης η οποία το επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα,

(ε) με σεβασμό στο δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει τις απόψεις του και να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που το αφορούν, ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς του,

(στ) με σεβασμό στην αρχή ότι κανένα παιδί δεν υποβάλλεται σε ποινές ή σε μεταχείριση που είναι απάνθρωπες ή εξευτελιστικές, και

(ζ) με σεβασμό στην αρχή ότι η λήψη παιδαγωγικών μέτρων αποβλέπει στη βελτίωση της αυτοπειθαρχίας του παιδιού.’ (έμφαση δική μου)

Ως αποτέλεσμα, τα δικαιώματα παιδιών αναγνωρίζονται, και δημιουργούν αντίστοιχες υποχρεώσεις προς τις σχολικές αρχές. Δηλαδή, οι σχολικές αρχές κατά την διοίκηση και οργάνωση του σχολείου έχουν την υποχρέωση να σέβονται τα δικαιώματα του παιδιού, ιδίως στις περιπτώσεις που επιβάλλονται πειθαρχικά μέτρα. Αυτό ξεκαθαρίζεται από το άρθρο 28(2) του ν.243/1990 το οποίο αναφέρει ότι:

‘2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της σχολικής πειθαρχίας με τρόπο που να ταιριάζει στην αξιοπρέπεια του παιδιού ως ανθρώπινου όντος, και σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.’

Το ερώτημα που δημιουργείται είναι κατά πόσο τα δικαιώματα του παιδιού προστατεύονται επαρκώς από το Κυπριακό νομικό σύστημα κατά την επιβολή σχολικών πειθαρχικών μέτρων.

Σχολικά Πειθαρχικά Μετρά & τα Δικαιώματα του Παιδιού

Από τα πιο σοβαρά πειθαρχικά μέτρα είναι η «αποβολή», η οποία ορίζεται (στην Κ.Δ.Π. 60/2017) ως «το παιδαγωγικό μέτρο που αποβλέπει στην απομάκρυνση του μαθητή από την αίθουσα διδασκαλίας για όσο χρόνο προβλέπει το εν λόγω πειθαρχικό μέτρο». Δηλαδή με την επιβολή αποβολής ο μαθητής στερείται της δυνατότητας να παρακολουθήσει μαθήματα και να λάβει εκπαίδευση. Ως αποτέλεσμα, η πλημμελής επιβολή αποβολών σε μαθητή δύναται να παραβιάσει το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση.

Περαιτέρω, μία απλή ανάγνωση του περί Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικός) Νόμου του 1990 (ν.243/1990) αποκαλύπτει πληθώρα δικαιωμάτων τα οποία θα μπορούσαν να παραβιαστούν από το τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται σχολικά πειθαρχικά μέτρα – ιδίως το μέτρο της αποβολής. Για παράδειγμα:

την ελευθερία από διακρίσεις (άρθρο 2),

το δικαίωμα να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού (άρθρο 3),

το δικαίωμα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του (άρθρο 8),

το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης και το δικαίωμα να ακουστεί (άρθρο 12),

το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας (άρθρο 14),

το δικαίωμα προστασίας από  αυθαίρετη ή παράνομη επέμβαση στην ιδιωτική του ζωή και το δικαίωμα να προστατεύεται από τέτοιες επεμβάσεις (άρθρο 16)

το δικαίωμα προστασίας από προσβολή ή κακή μεταχείριση από πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευτεί οι γονείς το παιδί (άρθρο 19(1)) όπως και το δικαίωμα για δικαστική παρέμβαση (άρθρο 19(2))

το δικαίωμα στην εκπαίδευση (άρθρο 28(1))

Η γραμμή, όμως, η οποία διαχωρίζει την επιβολή ενός πειθαρχικού μέτρου από την παραβίαση δικαιωμάτων του παιδιού είναι ομολογουμένως λεπτή, και η ισορροπία μεταξύ των δύο εύθραυστη. Για το λόγο αυτό η Σύμβαση τάσσει υποχρέωση πως το Κράτος να θέσει ασφαλίστηκες δικλείδες για να σιγουρευτεί πως η επιβολή πειθαρχικών μέτρων στα σχολεία δεν θα πραγματώνεται με τρόπο που θα παραβιάζει τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η σύμβαση. Η πιο σημαντική ασφαλιστική δικλείδα είναι σαφώς ο Δικαστικός έλεγχος.

Μόνο τα Δικαστήρια έχουν την εξουσία να αποφασίζουν τελεσίδικα κατά πόσο η επιβολή ενός πειθαρχικού μέτρου παραβιάζει ή όχι οποιοδήποτε δικαίωμα. Ως αποτέλεσμα, σε τελικό βαθμό, η ισορροπία μεταξύ πειθαρχικών μέτρων και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρέπει να θέτεται και να ελέγχεται από τη Δικαστική εξουσία. Βέβαια, είναι σίγουρο πως η Δικαστική προσφυγή δεν θα πρέπει να είναι η πρώτη αντίδραση κατά της επιβολής ενός πειθαρχικού μέτρου.

Το ορθότερο είναι να προβλέπεται πρώτα κάποια προσφυγή/ένσταση στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ή σε κάποιο δευτεροβάθμιο σώμα/όργανο, το οποίο θα μπορεί να εκδώσει απόφαση η οποία θα είναι εκτελεστή, διοικητική πράξη και θα μπορεί να προσβληθεί με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Όμως, στην πραγματικότητα, η δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητας ενός πειθαρχικού μέτρου, με οποιοδήποτε τρόπο, δεν παρέχεται ούτε στους γονείς, αλλά ούτε και στα ίδια τα παιδιά.

Συγκεκριμένα, το δικαίωμα προσφυγής κατά πειθαρχικών σχολικών μέτρων δεν μπορεί να ανευρεθεί ούτε στον περί Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης (Υποχρεωτική Φοίτηση και Παροχή Δωρεάν Παιδείας) Νόμο του 1993 (Ν. 24(Ι)/93) ως έχει τροποποιηθεί, αλλά ούτε και στους περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 60/2017). Η μόνη σχετική πρόνοια βρίσκεται στους Κανονισμούς και συγκεκριμένα στον Κανονισμό 22(6), με βάση τον οποίο συστήνεται δευτεροβάθμιο σώμα ενώπιον του οποίου μπορούν να προσφεύγουν γονείς ή κηδεμόνες σε σχέση μόνο με το παιδαγωγικό μέτρο της αποβολής για πάντα – και για κανένα άλλο μέτρο.

Το ίδιο ισχύει και για προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου – μόνο το μέτρο της αποβολής για πάντα, υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Το ίδιο επιβεβαιώνεται και από την σχετική νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Όμως, δεν είναι μόνο η αποβολή για πάντα που δύναται να επηρεάσει τα δικαιώματα του παιδιού. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η πλημμελής ή άδικη επιβολή αποβολής δύναται από μόνη της να παραβιάσει το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Πιο σημαντικά, όμως, η στασιμότητα ενός μαθητή λόγω μεγάλου αριθμού αποβολών, είναι εξίσου κρίσιμη αφού αναγκάζει έναν μαθητή να επαναλάβει τη χρονιά, αποστερώντας του ακόμη ένα χρόνο από τη ζωή του. Η αδυναμία ενός μαθητή ή/και των γονέων/κηδεμόνων του να αμφισβητήσουν, με νόμιμα μέσα, είτε την επιβολή αποβολής καθ’ εαυτή, είτε τη στασιμότητα ενός μαθητή από αποβολές, πιθανόν να παραβιάζει τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού.

Σχετική Νομολογία

Η αδυναμία αμφισβήτησης αποβολής, ή/και στασιμότητας, ενός μαθητή έχει επιβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο πρώτα στην Vrahimis v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1428. Σε αυτή την υπόθεση Αιτητής (μέσω του πατέρα του) ήτο μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ενώ η προσφυγή στρεφόταν (κατά κύριο) εναντίον του Διευθυντή του σχολείου. Σύμφωνα με την απόφαση, ο Διευθυντής είδε τον μαθητή με μαλλιά τα οποία θεώρησε ‘πολύ μακριά’ και του είπε πως θα πρέπει να τα κόψει. Ο μαθητής απάντησε ότι συζήτησε το εν λόγω θέμα με τον πατέρα του, ο οποίος συμφώνησε πως τα μαλλιά του είναι ‘αρκετά κοντά’ (ήτοι ‘short enough’), και παρέπεμψε τον Διευθυντή να το συζητήσει με τον πατέρα του. Ο Διευθυντής όμως, αντί να μιλήσει με τον πατέρα του μαθητή, την επόμενη φορά που είδε τον μαθητή με το ίδιο μάκρος μαλλιών τον έδιωξε από το σχολείο, και του είπε να μην ξαναγυρίσει μέχρι να κόψει τα μαλλιά του.

Ο ίδιος μαθητής, όπως και ο πατέρας του, ένιωσαν πως αυτό το μέτρο αποτελούσε παράλογη παρέμβαση και περιορισμό των δικαιωμάτων του παιδιού και δεν θεωρούσαν πως θα έπρεπε να συμμορφωθούν. Ο μαθητής και ο πατέρας του θεώρησαν πως η απόφαση του Διευθυντή, πως για να επιστρέψει στο σχολείο ο μαθητής θα πρέπει να κόψει τα μαλλιά του, αποτελούσε στην ουσία αποβολή για πάντα και απευθύνθηκαν δικαστικά εναντίον της απόφασης – ενώ παράλληλα μετέγραψαν τον μαθητή σε ιδιωτικό σχολείο.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση, όμως, διαφώνησαν και ισχυρίστηκαν πως δεν υπήρχε μόνιμη αποβολή αλλά προσωρινή αποβολή, η οποία είναι ένα εσωτερικό πειθαρχικό μέτρο το οποίο δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Το Δικαστήριο συμφώνησε πως το μέτρο δεν ήταν μόνιμη αποβολή, αλλά προσωρινή, αφού ο μαθητής έφυγε πριν του επιβληθεί κάποιο μόνιμο μέτρο, και ως εκ τούτου συμφώνησε πως δεν έχει δικαιοδοσία να το εξετάσει (με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος).

Σημειώνεται ότι όταν εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η Κύπρος δεν είχε ακόμη υπογράψει/κυρώσει την σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού και, ως εκ τούτου, έκδωσε απόφαση στη βάση και μόνο των εσωτερικών κανόνων δικαίου. Με τον ν.243/1990 υιοθετήθηκαν, όμως, εντός της εσωτερικής νομοθετικής ρύθμισης, τα δικαιώματα του παιδιού ως εμπεριέχονται στη σχετική σύμβαση του ΟΗΕ, τα οποία θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και η θέση αυτή θα έπρεπε να επανεξεταστεί υπό το πρίσμα τους.

Όμως, αγνοώντας αυτή τη πολύ σημαντική διαφοροποίηση, η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση στην απόφαση Γιάννης Πολυχρόνης, δια του Πατρός και Φυσικού Κηδεμόνα αυτού Παναγιώτη Πολυχρόνη, ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 48. Στην υπόθεση αυτή, ο Αιτητής/Εφεσείων ήτο μαθητής της Β’ Τάξης του Γυμνασίου Φανερωμένης Λάρνακας, όπου οι σχολικές αρχές τον απέκλεισαν από τις τελικές εξετάσεις, λόγω του ότι είχε περισσότερες από 60 αδικαιολόγητες απουσίες – με αποτέλεσμα να παραμείνει στάσιμος στην ίδια τάξη. Λόγω, όμως, του γεγονότος ότι οι απουσίες αυτές ήτο αποτέλεσμα αποβολών (δηλαδή πειθαρχικών μέτρων) που επέβαλαν οι σχολικές αρχές, ο πατέρας του αιτητή/εφεσείοντα, με επιστολή του, κάλεσε τις σχολικές αρχές να αναθεωρήσουν την απόφασή τους – το οποίο αίτημα απορρίφθηκε. Ως αποτέλεσμα, ο πατέρας απευθύνθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και ζήτησε τη παρέμβασή του, όμως όπως σημείωσε το Δικαστήριο:

‘Οι Κανονισμοί δεν παρέχουν στο Υπουργείο οποιαδήποτε εξουσία για την αναθεώρηση της απόφασης των σχολικών αρχών.  Ούτε προβλέπεται, οποιαδήποτε μορφή ιεραρχικής προσφυγής.  Σε απάντηση στο διάβημα του πατέρα του εφεσείοντα, το Υπουργείο τον πληροφόρησε ότι η απόφαση ήταν σύμφωνη με τους Κανονισμούς. Η απάντηση (ημερομηνίας 31/5/96) έχει καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα.’ (έμφαση δική μου)

Εις απάντηση, ο μαθητής (μέσω του πατέρα του) καταχώρησε προσφυγή κατά α) της απόφασης των σχολικών αρχών να αποκλείσουν τον μαθητή από τις τελικές εξετάσεις (με αποτέλεσμα να μείνει στάσιμος) και β) της απάντησης του Υπουργείου Παιδείας (ημερ. 31/05/96). Το αιτητικό (β), όπως ήδη αναφέρεται στα σχόλια του Δικαστηρίου ανωτέρω, απορρίφθηκε καθ’ ότι κρίθηκε ότι είχε πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν ήτο εκτελεστή, διοικητική πράξη. Όμως, το Δικαστήριο απέρριψε και το αιτητικό (α) με την εξής αιτιολόγηση αγνοώντας τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού ως είχε κυρωθεί από τη Κυπριακή Δημοκρατία:

‘Δε θα επεκταθούμε σε περαιτέρω διερεύνηση αυτού του θέματος, ενόψει των αρχών που υιοθετούνται στη Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1428, που καθιστούν την προσφυγή, εν πάση περιπτώσει, απαράδεχτη. Η λειτουργική σχέση μαθητή – σχολείου και οι αποφάσεις του σχολείου που λαμβάνονται σ’ αυτό το πλαίσιο, περιλαμβανομένων και πειθαρχικών μέτρων, δεν υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εφαρμογή των κανόνων πειθαρχίας από τις σχολικές αρχές, δεν είναι προσδιοριστική της υπόστασης του μαθητή ή παράγωγος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Μόνο η βασική σχέση που άπτεται της σύναψης του λειτουργικού θεσμού, μαθητή – σχολείου και αφορά την υπόσταση του μαθητή, μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης.  Στην ίδια απόφαση διαπιστώνεται ότι, όχι μόνο ως θέμα αρχής δικαίου, αλλά και ως θέμα πολιτικής του δικαίου, είναι απαράδεχτη η υπαγωγή της σχέσης μαθητή – σχολείου, ή η άσκηση της σχολικής πειθαρχίας, σε δικαστικό αναθεωρητικό έλεγχο.’ (υπογράμμιση και έμφαση δική μου)

Με όλο το σεβασμό προς την Δικαστική εξουσία, διαφωνώ με την κατάληξη αυτή. Παρόλο που η εφαρμογή των κανόνων πειθαρχία από τις σχολικές αρχές δεν είναι παράγωγος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η λανθασμένη/πλημμελής εφαρμογή ή ερμηνεία των κανόνων πειθαρχίας από τις σχολικές αρχές δύναται να παραβιάσει δικαιώματα του παιδιού και υποχρεώσεις των σχολικών αρχών – και ως εκ τούτου λανθασμένα δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Δικαστηρίου ή/και σε οποιοδήποτε έλεγχο.

Κατάληξη

Το Δικαστήριο, στην πραγματικότητα, παραγνώρισε το αντίκτυπο που μπορεί να έχει η πλημμελής άσκηση/εφαρμογή των εσωτερικών πειθαρχικών μέτρων, και ιδίως το μέτρο της αποβολής, πάνω στα δικαιώματα του παιδιού και λανθασμένα θεώρησε πως μόνο η υπόσταση του μαθητή μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. Αυτό γιατί, πέρα από το δικαίωμα για εκπαίδευση, υπάρχει πληθώρα δικαιωμάτων τα οποία πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από τις σχολικές αρχές – και κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αλλά και κατά την καλλιέργεια πειθαρχίας.

Με το να μην υπάρχει η δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, αλλά ούτε και προσφυγής/ένστασης σε οποιοδήποτε δευτεροβάθμιο σώμα, για πειθαρχικά μέτρα που λαμβάνουν σχολεία, τότε δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και το Κράτος δεν έχει λάβει ‘όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της σχολικής πειθαρχίας με τρόπο που να ταιριάζει στην αξιοπρέπεια του παιδιού’ (ως ορίζει το άρθρο 28(2) του ν.243/1990), ενώ ταυτόχρονα αποστερεί το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου (άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).

Πως γίνεται το παιδί να είναι φορέας μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να προστατεύονται, ιδίως κατά την επιβολή σχολικών πειθαρχικών μέτρων, πλην όμως να μην υπάρχει η δυνατότητα να διαγνωσθούν παραβιάσεις; Πως μπορούν να προστατεύονται επαρκώς τα εν λόγω δικαιώματα όταν σε πρώτο και σε τελευταίο βαθμό αποφασίζουν μόνο οι διδάσκοντες και οι σχολικές αρχές, χωρίς τη συμμετοχή δικηγόρου ή οποιουδήποτε εξειδικευμένου σώματος/οργάνου ή/και οποιουδήποτε Δικαστηρίου;

Η παροχή δωρεάν εκπαίδευσης παιδιών από το Κράτος αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα και υποχρέωση του Κράτους, όμως δεν είναι το μόνο ανθρώπινο δικαίωμα ή δικαίωμα του παιδιού. Αντίθετα, αυτό είναι ένα στοιχειώδες δικαίωμα το οποίο συνυπάρχει μαζί με άλλα τα οποία ρυθμίζουν το πως πρέπει να παρέχεται η εκπαίδευση και τι πρέπει να σέβονται οι σχολικές αρχές. Στο κάτω κάτω, σχολική ζωή αποτελεί μεγάλο, αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής ζωής, το οποίο έχει αναπόφευκτα τεράστιο αντίκτυπο στην εξέλιξη του παιδιού – είτε με θετικό, είτε με αρνητικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, η δυνατότητα επιβολής πειθαρχικών μέτρων δίδει μεγάλη δύναμη στις σχολικές αρχές ή, ακόμη καλύτερα, μεγάλη εξουσία – η οποία λανθασμένα δεν υπόκειται σε κανέναν είδος ελέγχου, είτε από το Υπουργείο είτε από το Δικαστήριο είτε από οποιοδήποτε δευτεροβάθμιο σώμα.

Στην πραγματικότητα παρέχεται μία ανέλεγκτη εξουσία στις σχολικές αρχές, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η αποτελεσματική εφαρμογή και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού – με προφάσεις δήθεν πειθαρχίας.

Η πειθαρχία δεν είναι κάτι το οποίο υπερπηδά ή παραγκωνίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά κάτι το οποίο θα πρέπει να συνυπάρχει μαζί με την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτά αναγνωρίζονται στην Κυπριακή έννομη τάξη όμως, ως αποτέλεσμα της νομοθετικής ρύθμισης και των (ως άνω) δεδικασμένων, δεν τυγχάνουν αποτελεσματικής προστασίας. Δηλαδή, δικαιώματα παιδιών σε όλη τη Κύπρο πιθανόν να παραβιάζονται καθημερινά από πλημμελή επιβολή πειθαρχικών μέτρων από τις σχολικές αρχές, ενώ το Υπουργείο και τα Δικαστήρια ‘νίπτουν τας χείρας του’.

Γεννάται, όμως, μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Η έλλειψη εσωτερικών ένδικων μέσων σε περιπτώσεις όπου η επιβολή σχολικών πειθαρχικών μέτρων κατ’ ισχυρισμό παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα ή δικαιώματα του παιδιού, πιθανόν να επιτρέπει σε παιδιά, ή/και γονείς/κηδεμόνες, να προσφύγουν απευθείας στην Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού ή/και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Περαιτέρω, πιθανόν η έλλειψη και μόνο εσωτερικών ένδικων μέσων να παραβιάζει τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (ιδίως το άρθρο 28). Ως αποτέλεσμα, η ρύθμιση αυτή (ως έχει διαμορφωθεί από την ως άνω νομολογία) πιθανών να αφήνει εκτεθειμένους, όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και την ίδια τη Κυπριακή Δημοκρατία έναντι των διεθνών νομικών της υποχρεώσεων.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,